• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: join with, join
Ο όρος 'join with' παραπέμπει στον όρο 'join'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'join with' is cross-referenced with 'join'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
join with [sth] vtr phrasal insep (accompany)μη διαθέσιμη μετάφραση
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
join [sb] vtr (socially)έρχομαι μαζί περίφρ
  έρχομαι ρ αμ
  κάνω παρέα έκφρ
 We are going to see a movie tonight. Would you like to join us?
 Θα πάμε να δούμε μια ταινία απόψε. Θα ήθελες να έρθεις μαζί μας;
join [sth],
join [sth] and/with [sth]
vtr
(connect)ενώνω ρ μ
 He joined the two puzzle pieces together.
 Ένωσε τα δύο κομμάτια του παζλ.
join [sth] vtr (become a member of)γίνομαι μέλος έκφρ
  εγγράφομαι ρ αμ
  (καθομιλουμένη)γράφομαι ρ αμ
 She joined the chess club.
 Έγινε μέλος στη λέσχη σκακιστών.
 Γράφτηκε στη λέσχη σκακιστών.
join [sth] vtr (participate in)συμμετέχω ρ αμ
 We joined the search for the missing children.
 Συμμετείχαμε στην έρευνα για τα εξαφανισμένα παιδιά.
join with [sb],
join with [sb] to do [sth]
vi + prep
(cooperate)ενώνομαι ρ αμ
  ενώνω τις δυνάμεις μου έκφρ
  (επίσημο, λόγιος)συμπράττω ρ αμ
 Business leaders have joined with the government to fight poverty.
 Οι επιχειρηματικοί ηγέτες ενώθηκαν με την κυβέρνηση για να καταπολεμήσουν τη φτώχεια.
 Οι επιχειρηματικοί ηγέτες ένωσαν τις δυνάμεις τους με την κυβέρνηση για να καταπολεμήσουν τη φτώχεια.
 Οι επιχειρηματικοί ηγέτες συνέπραξαν με την κυβέρνηση για να καταπολεμήσουν τη φτώχεια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
join n (place where things are attached)σύνδεση ουσ θηλ
 The join is where two pieces are connected.
join vi (be united)ενώνομαι ρ αμ
 These two pieces join.
join [sth] vtr UK (unite)ενώνω ρ μ
 The priest joined the hands of the bride and groom.
join [sth] vtr (take part in: an activity)συμμετέχω ρ μ
  λαμβάνω μέρος περίφρ
  (καθομιλουμένη)παίρνω μέρος περίφρ
 To join our campaign, please sign up at our website.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
join | join with
ΑγγλικάΕλληνικά
join in with [sth] vtr phrasal insep (participate in) (σε κάτι)συμμετέχω ρ μ
join in vi phrasal (participate)συμμετέχω ρ αμ
 Don't worry if the discussion has already begun, you may still join in whenever you wish.
 Μην ανησυχείς αν η συζήτηση έχει ήδη αρχίσει. Μπορείς να συμμετάσχεις όποτε θες.
join in [sth] vtr phrasal insep (participate in)λαμβάνω μέρος σε , συμμετέχω σε έκφρ
 We should ask the other students to join in our activities.
 Θα πρέπει να ζητήσουμε από τους μαθητές να λάβουν μέρος στις δραστηριότητές μας.
join [sth] up,
join [sth] up
vtr phrasal sep
(connect)ενώνω, συνδέω ρ μ
 To make a paper chain, start by taking a strip of coloured paper and joining up the ends.
join up vi phrasal (enrol, register)κατατάσσομαι, προσχωρώ σε, εγγράφομαι σε ρ μ
 The gym is offering a special to get new clients to join up.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
join | join with
ΑγγλικάΕλληνικά
join hands,
join hands with [sb]
v expr
(clasp each another's hands)πιάνομαι χέρι χέρι με κπ έκφρ
  πιάνομαι από το χέρι με κπ έκφρ
 The entire congregation joined hands in prayer.
 Please would you all join hands with the person next to you.
join hands,
join hands with [sb]
v expr
figurative (unite) (μεταφορικά)ενώνω τις δυνάμεις μου,συμπορεύομαι για κοινό σκοπό έκφρ
 Let's join hands and fight for what we believe in! We will join hands with our friends and stand up for our common beliefs.
join together [sth] and/with [sth] vi + adv (connect)συνδέω, ενώνω ρ μ
join forces vtr + npl (unite for a common purpose)ενώνουμε τις δυνάμεις μας έκφρ
 All the countries of the world need to join forces to combat global warming.
 Jackson suggested that we join forces to encourage some of the younger students in the club to speak up during the meetings.
 Όλες οι χώρες του κόσμου πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν την υπερθέρμανση του πλανήτη. // Ο Τζάκσον πρότεινε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να ενθαρρύνουμε τους νεότερους μαθητές να μιλήσουν κατά τη διάρκεια των συναντήσεων.
join the queue v expr UK (wait in line)μπαίνω στην ουρά εκφρ
join together vi + adv figurative (unite)συνδέω, ενώνω ρ μ
join together vi + adv (people: gather)συγκεντρώνω ρ μ
  συναθροίζω ρ μ
join us interj (register with our organization)εγγραφείτε ως μέλος έκφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Please join us, and help put an end to hunger in our time.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'join with' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση join with στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «join with».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!